- σταφυλικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σταφύλι ή που προέρχεται από αυτό2. φρ. «σταφυλικό οξύ»χημ. το ρακεμικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφύλι. Ο τ. σταφυλικό(ν) (οξύ) μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάνν. Αλεξανδρίδη].
Dictionary of Greek. 2013.